περαίας: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_19) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περαίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] κεστρέως, ὁ εὑρισκόμενος [[πέρα]], δηλ. μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρόσγειος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 26. | |lstext='''περαίας''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] κεστρέως, ὁ εὑρισκόμενος [[πέρα]], δηλ. μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πρόσγειος]], Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ου, ὁ, Α<br />[[είδος]] του ψαριού [[κεστρεύς]] το οποίο ζει [[πέρα]] από την [[ακτή]], [[δηλαδή]] στα [[βαθιά]] νερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[περαῖος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ας</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, a kind of
A mullet (κεστρεύς) found beyond, i. e. at a distance from, the bank, opp. πρόσγειος, Arist.HA591a23.
German (Pape)
[Seite 562] ὁ, eine Art des Fisches κεστρεύς, mugil, Arist. H. A. 8, 2, eigtl. der sich jenseits des Ufers, fern vom Ufer aufhält, Ggstz πρόσγειος.
Greek (Liddell-Scott)
περαίας: -ου, ὁ, εἶδος κεστρέως, ὁ εὑρισκόμενος πέρα, δηλ. μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πρόσγειος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 2, 26.
Greek Monolingual
-ου, ὁ, Α
είδος του ψαριού κεστρεύς το οποίο ζει πέρα από την ακτή, δηλαδή στα βαθιά νερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περαῖος + κατάλ. -ας].