ὄχθοιβος: Difference between revisions
From LSJ
πᾶσιν ἡμῖν κατθανεῖν ὀφείλεται → death is a debt which every one of us must pay
(6_14) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄχθοιβος''': ὁ, ἁλουργὲς [[πρόσραμμα]] περὶ τὸ [[στῆθος]] τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 2, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β, 32 κἑξ. | |lstext='''ὄχθοιβος''': ὁ, ἁλουργὲς [[πρόσραμμα]] περὶ τὸ [[στῆθος]] τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 2, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β, 32 κἑξ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄχθοιβος:''' ὁ пурпурная передняя кайма на нижнем крае хитона Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A purple stripe down the front of the χιτών, Ar.Fr.320.2, Pherecr.100. II neckband, ὄχθοιβοι χρυσία ἔχοντες IG12.387.35, cf. 22.1388.84, 1400.67; ὄ. ὃν ἡ θεὸς ἔχει ἐπὶ τῷ τραχήλῳ ib.1425.309.
German (Pape)
[Seite 430] ὁ, ein Purpurstreif vorn mitten auf dem χιτών, Unterkleide, wie der clavus auf der tunica der Römer, Ar. bei Poll. 7, 95, vgl. 5, 101.
Greek (Liddell-Scott)
ὄχθοιβος: ὁ, ἁλουργὲς πρόσραμμα περὶ τὸ στῆθος τοῦ χιτῶνος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309. 2, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β, 32 κἑξ.
Russian (Dvoretsky)
ὄχθοιβος: ὁ пурпурная передняя кайма на нижнем крае хитона Arph.