κεστρωτός: Difference between revisions
From LSJ
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
(6_10) |
(20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κεστρωτός''': -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κεστρόω) οὗ τὸ [[ἄκρον]] ἐτραχύνθη ἐν τῷ πυρί, Ἡσύχ. ΙΙ. τελεσθεὶς διὰ γλυπτικοῦ ἐργαλείου, Πλίν. 11. 45. | |lstext='''κεστρωτός''': -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κεστρόω) οὗ τὸ [[ἄκρον]] ἐτραχύνθη ἐν τῷ πυρί, Ἡσύχ. ΙΙ. τελεσθεὶς διὰ γλυπτικοῦ ἐργαλείου, Πλίν. 11. 45. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κεστρωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει σκληρυνθεί στο [[άκρο]] του με τη [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κατασκευαστεί με το γλυπτικό ζωγραφικό [[εργαλείο]] [[κέστρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέστρον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου <i>κεστρῶ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A with the point hardened in the fire, ξύλον Id. II executed by the encaustic process, Plin.HN11.126.
Greek (Liddell-Scott)
κεστρωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κεστρόω) οὗ τὸ ἄκρον ἐτραχύνθη ἐν τῷ πυρί, Ἡσύχ. ΙΙ. τελεσθεὶς διὰ γλυπτικοῦ ἐργαλείου, Πλίν. 11. 45.
Greek Monolingual
κεστρωτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει σκληρυνθεί στο άκρο του με τη φωτιά
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί με το γλυπτικό ζωγραφικό εργαλείο κέστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κεστρῶ].