κεστρωτός

From LSJ

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεστρωτός Medium diacritics: κεστρωτός Low diacritics: κεστρωτός Capitals: ΚΕΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kestrōtós Transliteration B: kestrōtos Transliteration C: kestrotos Beta Code: kestrwto/s

English (LSJ)

κεστρωτή, κεστρωτόν,
A with the point hardened in the fire, ξύλον Id.
II executed by the encaustic process, Plin.HN11.126.

Greek (Liddell-Scott)

κεστρωτός: -ή, -όν, (ὡς εἰ ἐκ τοῦ κεστρόω) οὗ τὸ ἄκρον ἐτραχύνθη ἐν τῷ πυρί, Ἡσύχ. ΙΙ. τελεσθεὶς διὰ γλυπτικοῦ ἐργαλείου, Πλίν. 11. 45.

Greek Monolingual

κεστρωτός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έχει σκληρυνθεί στο άκρο του με τη φωτιά
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί με το γλυπτικό ζωγραφικό εργαλείο κέστρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέστρον, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου κεστρῶ].