ὑψόλοφος: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(6_16)
 
m (pape replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑψόλοφος''': -ον, = [[ὑψίλοφος]], διάφορ. γραφ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ.
|lstext='''ὑψόλοφος''': -ον, = [[ὑψίλοφος]], διάφορ. γραφ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ.
}}
{{pape
|ptext== [[ὑψίλοφος]].
}}
}}

Latest revision as of 16:43, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ὑψόλοφος: -ον, = ὑψίλοφος, διάφορ. γραφ. ἐν Ἱππ. Ἐπιστ.

German (Pape)

ὑψίλοφος.