προβατοχίτων: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(6_22) |
(34) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προβᾰτοχίτων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δορᾶς προβάτου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[οἰοχίτων]]. | |lstext='''προβᾰτοχίτων''': -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δορᾶς προβάτου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[οἰοχίτων]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που έχει χιτώνα φτειαγμένο από [[δέρμα]] προβάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> [[χιτών]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with coat of sheep's skin, Hsch.s.v. οἰοχίτων.
German (Pape)
[Seite 711] ωνος, bei Hesych. Erkl. von οἰοχίτων.
Greek (Liddell-Scott)
προβᾰτοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χιτῶνα ἐκ δορᾶς προβάτου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰοχίτων.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που έχει χιτώνα φτειαγμένο από δέρμα προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + χιτών.