ἀγλαόκολπος: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(6_4)
(21)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀγλαόκολπος''': ἀγλαόκαρνος, [[ἀγλαόκρανος]], δ. γρ. ἀντὶ [[ἀγλαόκαρπος]], Πινδ. Νεμ. 3, 56.
|lstext='''ἀγλαόκολπος''': ἀγλαόκαρνος, [[ἀγλαόκρανος]], δ. γρ. ἀντὶ [[ἀγλαόκαρπος]], Πινδ. Νεμ. 3, 56.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ἀγλᾰόκολπος, -ον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[with]] [[lovely]] [[bosom]] ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (v. l. ἀγλαόκαρπον, -καρνον, -κρανον. sc. Θέτιν.) (N. 3.56) ]ἀγλαοκ[όλπου] Δωρίδος (supp. Lobel.) Θρ. 4. 4.
}}
}}

Revision as of 13:54, 17 August 2017

German (Pape)

[Seite 16] Lesart einiger mss. Pind. N. 3, 56.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγλαόκολπος: ἀγλαόκαρνος, ἀγλαόκρανος, δ. γρ. ἀντὶ ἀγλαόκαρπος, Πινδ. Νεμ. 3, 56.

English (Slater)

ἀγλᾰόκολπος, -ον
   1 with lovely bosom ἀγλαόκολπον Νηρέος θύγατρα (v. l. ἀγλαόκαρπον, -καρνον, -κρανον. sc. Θέτιν.) (N. 3.56) ]ἀγλαοκ[όλπου] Δωρίδος (supp. Lobel.) Θρ. 4. 4.