ξεστικός: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_11) |
(27) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξεστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ξέειν, Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1714, 16. | |lstext='''ξεστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ξέειν, Εὐστ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. σ. 1714, 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξεστικός]], -ή, -όν (Μ) [[ξεστός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[ξύσιμο]], αυτός που ζέει, που ξύνει. | |||
}} | }} |