ἁπαλότης: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁπᾰλότης''': -ητος, ἡ, (ἁπαλὸς) [[μαλακότης]], [[τρυφερότης]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Πλάτ. Συμπ. 195D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· δι’ ἁπαλότητα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2. | |lstext='''ἁπᾰλότης''': -ητος, ἡ, (ἁπαλὸς) [[μαλακότης]], [[τρυφερότης]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Πλάτ. Συμπ. 195D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· δι’ ἁπαλότητα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />mollesse, délicatesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἁπαλός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A softness, tenderness, Hp.VM22, Pl.Smp.195d, X.Mem.2.1.22; δι' ἁπαλότητα Arist.Pol.1336a10.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλότης: -ητος, ἡ, (ἁπαλὸς) μαλακότης, τρυφερότης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Πλάτ. Συμπ. 195D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· δι’ ἁπαλότητα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
mollesse, délicatesse.
Étymologie: ἁπαλός.