ἀεργία: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn
(6_23) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀεργία''': Ἰων. -ίη, [ῐ], ἡ, τὸ μὴ ἐργάζεσθαι, ῥαθυμία, Ὀδ. Ω. 251, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 309, Βίων 6. 6. ([[ἔνθα]] κοινῶς ἀεργείῃ). 2) ἐπὶ ἀγροῦ· = τὸ διαμένειν αὐτὸν ἀκαλλιέργητον, ἔρημον, χέρσον, Χρησμ. παρ. Αἰσχίν. 69. 1. πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον [[ἀργία]]. | |lstext='''ἀεργία''': Ἰων. -ίη, [ῐ], ἡ, τὸ μὴ ἐργάζεσθαι, ῥαθυμία, Ὀδ. Ω. 251, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 309, Βίων 6. 6. ([[ἔνθα]] κοινῶς ἀεργείῃ). 2) ἐπὶ ἀγροῦ· = τὸ διαμένειν αὐτὸν ἀκαλλιέργητον, ἔρημον, χέρσον, Χρησμ. παρ. Αἰσχίν. 69. 1. πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον [[ἀργία]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> inactivité, paresse;<br /><b>2</b> stérilité d’un champ en jachère.<br />'''Étymologie:''' [[ἀεργός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη [ῑ], ἡ,
A anot-working, idleness, Od. 24.251, Hes.Op.311, Bion Fr.14.6 (ubi vulg. ἀεργείᾳ). 2 of a field, a lying fallow or waste, Orac. ap. Aeschin.3.108; of the bowels, sluggishness, Aret.SD1.15.
Greek (Liddell-Scott)
ἀεργία: Ἰων. -ίη, [ῐ], ἡ, τὸ μὴ ἐργάζεσθαι, ῥαθυμία, Ὀδ. Ω. 251, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 309, Βίων 6. 6. (ἔνθα κοινῶς ἀεργείῃ). 2) ἐπὶ ἀγροῦ· = τὸ διαμένειν αὐτὸν ἀκαλλιέργητον, ἔρημον, χέρσον, Χρησμ. παρ. Αἰσχίν. 69. 1. πρβλ. τὸν Ἀττ. τύπον ἀργία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 inactivité, paresse;
2 stérilité d’un champ en jachère.
Étymologie: ἀεργός.