μυόχοδον: Difference between revisions
From LSJ
(6_21) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυόχοδον''': τό, ([[χέζω]]) [[κόπρος]] μυός, «ποντικοκούραδον», Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 5, ἐν τῷ πληθ. - κατὰ Φώτ. (282, 11) «[[μυόχοδον]]: οὐδενὸς ἄξιον». | |lstext='''μυόχοδον''': τό, ([[χέζω]]) [[κόπρος]] μυός, «ποντικοκούραδον», Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 5, ἐν τῷ πληθ. - κατὰ Φώτ. (282, 11) «[[μυόχοδον]]: οὐδενὸς ἄξιον». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυόχοδον]], τὸ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[μυόχοδος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 29 September 2017
English (LSJ)
τό, (χέζω)
A mouse-dung, only in pl., Thphr.HP5.4.5 (masc., sed leg. μυοδόχον), Dsc.2.80, Heraclid. ap. Gal. 12.402, Sor. ap. eund.12.416.
German (Pape)
[Seite 218] τό (χέζω, κέχοδα), Mäusedreck, Hippocr., Theophr. u. A. Davon
Greek (Liddell-Scott)
μυόχοδον: τό, (χέζω) κόπρος μυός, «ποντικοκούραδον», Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 5, ἐν τῷ πληθ. - κατὰ Φώτ. (282, 11) «μυόχοδον: οὐδενὸς ἄξιον».