παρασιτεύω: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(6_22)
 
(31)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρασῑτεύω''': τῷ ἑπομ., ζῶ πλησίον τινός, τινὶ Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 1008Α.
|lstext='''παρασῑτεύω''': τῷ ἑπομ., ζῶ πλησίον τινός, τινὶ Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 1008Α.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[παρασιτώ]].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

παρασῑτεύω: τῷ ἑπομ., ζῶ πλησίον τινός, τινὶ Ψευδο-Χρυσ. τ. 10, σ. 1008Α.

Greek Monolingual

Α
βλ. παρασιτώ.