προσφόρημα: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσφόρημα''': τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.
|lstext='''προσφόρημα''': τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />nourriture, assaisonnement.<br />'''Étymologie:''' [[προσφορέω]].
}}
}}

Revision as of 20:08, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφόρημα Medium diacritics: προσφόρημα Low diacritics: προσφόρημα Capitals: ΠΡΟΣΦΟΡΗΜΑ
Transliteration A: prosphórēma Transliteration B: prosphorēma Transliteration C: prosforima Beta Code: prosfo/rhma

English (LSJ)

ατος, τό,=

   A προσφορά 111.2, E.El.423.

German (Pape)

[Seite 787] τό, = προσφορά; πολλά τοι ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα, Eur. El. 423.

Greek (Liddell-Scott)

προσφόρημα: τό, = προσφορὰ ΙΙΙ. 2, δηλ. τὰ προσφέρεσθαι δυνάμενα, ἐπιτήδεια, πολλά τοι γυνὴ χρήζουσ’ ἂν εὕροι δαιτὶ προσφορήματα Εὐρ. Ἠλ. 423, Λόγγος 3. 12.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
nourriture, assaisonnement.
Étymologie: προσφορέω.