διιππεύω: Difference between revisions

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
(6_1)
 
(9)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''διιππεύω''': [[διέρχομαι]] [[ἔφιππος]], Διόδ. 19. 33· διά τινος Δίων Κ. 59. 17.
|lstext='''διιππεύω''': [[διέρχομαι]] [[ἔφιππος]], Διόδ. 19. 33· διά τινος Δίων Κ. 59. 17.
}}
{{grml
|mltxt=[[διιππεύω]] (AM) [[ιππεύω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> [[διασχίζω]]<br /><b>3.</b> [[παρατρέχω]], [[παραβλέπω]]<br /><b>4.</b> (για χρόνο) [[περνώ]], [[φεύγω]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

διιππεύω: διέρχομαι ἔφιππος, Διόδ. 19. 33· διά τινος Δίων Κ. 59. 17.

Greek Monolingual

διιππεύω (AM) ιππεύω
1. περνώ έφιππος
2. διασχίζω
3. παρατρέχω, παραβλέπω
4. (για χρόνο) περνώ, φεύγω.