μαγίς: Difference between revisions

From LSJ

τὸν τεθνηκότα μὴ κακολογεῖν → do not speak ill of the dead, speak no ill of the dead (Chilon the Spartan)

Source
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μᾰγίς''': -ίδος, ἡ, ([[μάσσω]]) «ζυμαρικόν», [[πλακούντιον]], Λατ. offa, ἰδίως τὸ εἰς τὴν Ἑκάτην καὶ τὸν Τροφώνιον προσφερόμενον [[πλακούντιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 651, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 644, Ἀθήν. 663C· περιγραφόμενον ὡς ζυμαρικὸν [[μετὰ]] τυροῦ, Ἱππ. 652. 14, πρβλ. 685. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγίδες· αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι. καὶ μᾶζαι, ἃς καταφέρουσιν οἱ εἰς Τροφωνίου κατιόντες». ΙΙ. τὸ [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἔματτον, [[μάκτρα]], [[σκάφη]], Κρατῖν. ἐν Βουσίριδι» 1, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 81· - [[ὡσαύτως]] [[τράπεζα]] τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τρίποδος, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 83.
|lstext='''μᾰγίς''': -ίδος, ἡ, ([[μάσσω]]) «ζυμαρικόν», [[πλακούντιον]], Λατ. offa, ἰδίως τὸ εἰς τὴν Ἑκάτην καὶ τὸν Τροφώνιον προσφερόμενον [[πλακούντιον]], Σοφ. Ἀποσπ. 651, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 644, Ἀθήν. 663C· περιγραφόμενον ὡς ζυμαρικὸν [[μετὰ]] τυροῦ, Ἱππ. 652. 14, πρβλ. 685. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγίδες· αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι. καὶ μᾶζαι, ἃς καταφέρουσιν οἱ εἰς Τροφωνίου κατιόντες». ΙΙ. τὸ [[ἀγγεῖον]] ἐν ᾧ ἔματτον, [[μάκτρα]], [[σκάφη]], Κρατῖν. ἐν Βουσίριδι» 1, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 81· - [[ὡσαύτως]] [[τράπεζα]] τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τρίποδος, [[Πολυδ]]. ϛʹ, 83.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> pâte pétrie :<br /><b>1</b> sorte de pain;<br /><b>2</b> pain au miel qu’on offrait à Trophonios ou à Hécate;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> table;<br /><b>2</b> plateau de balance.<br />'''Étymologie:''' [[μάσσω]].
}}
}}

Revision as of 20:02, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰγίς Medium diacritics: μαγίς Low diacritics: μαγίς Capitals: ΜΑΓΙΣ
Transliteration A: magís Transliteration B: magis Transliteration C: magis Beta Code: magi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, (μάσσω)

   A any kneaded mass, cake, LXX Jd.7.13; lump of fat, Dsc.2.76; esp. cake offered to Hecate and Trophonius, S. Fr.734, Ar.Fr.813; Cypr. acc. to Ath.14.663b; described as a small cheese-pudding, Hp.Mul.2.133, cf. Steril.235.    II kneading-trough or dresser, Cratin.21, BGU40.8 (ii/iii A. D.), cf. Poll.10.81; small table, Epich.118, Cerc.12; also, round pan or plate for placing on the τρίπους, Poll.6.83.    III μαγίδες· αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰγίς: -ίδος, ἡ, (μάσσω) «ζυμαρικόν», πλακούντιον, Λατ. offa, ἰδίως τὸ εἰς τὴν Ἑκάτην καὶ τὸν Τροφώνιον προσφερόμενον πλακούντιον, Σοφ. Ἀποσπ. 651, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 644, Ἀθήν. 663C· περιγραφόμενον ὡς ζυμαρικὸν μετὰ τυροῦ, Ἱππ. 652. 14, πρβλ. 685. 15. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μαγίδες· αἷς ἀπομάττουσι καὶ καθαίρουσι. καὶ μᾶζαι, ἃς καταφέρουσιν οἱ εἰς Τροφωνίου κατιόντες». ΙΙ. τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἔματτον, μάκτρα, σκάφη, Κρατῖν. ἐν Βουσίριδι» 1, πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 81· - ὡσαύτως τράπεζα τιθεμένη ἐπὶ τοῦ τρίποδος, Πολυδ. ϛʹ, 83.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
I. pâte pétrie :
1 sorte de pain;
2 pain au miel qu’on offrait à Trophonios ou à Hécate;
II. p. anal. 1 table;
2 plateau de balance.
Étymologie: μάσσω.