θρανύσσω: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
(6_2)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θρᾱνύσσω''': [[θραύω]] εἰς τεμάχια, [[συντρίβω]], Λυκόφρ. 664. (Ὡς τὸ θρανόω, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει, ὡς συνθρανόω, ἐκ ῥίζης [[θραύω]]· [[οὐδόλως]] σχετιζόμενον πρὸς τὸ [[θρανεύω]], [[θρᾶνος]]).
|lstext='''θρᾱνύσσω''': [[θραύω]] εἰς τεμάχια, [[συντρίβω]], Λυκόφρ. 664. (Ὡς τὸ θρανόω, [[ὅπερ]] ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει, ὡς συνθρανόω, ἐκ ῥίζης [[θραύω]]· [[οὐδόλως]] σχετιζόμενον πρὸς τὸ [[θρανεύω]], [[θρᾶνος]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[θρανύσσω]] (Α) [[θράνος]]<br />[[συντρίβω]], [[κομματιάζω]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρᾱνύσσω Medium diacritics: θρανύσσω Low diacritics: θρανύσσω Capitals: ΘΡΑΝΥΣΣΩ
Transliteration A: thranýssō Transliteration B: thranyssō Transliteration C: thranysso Beta Code: qranu/ssw

English (LSJ)

   A break in pieces, Lyc.664. (Cf. συνθρανόω, prob. cogn. with θραύω.)

German (Pape)

[Seite 1216] (vgl. θραύω), zerbrechen, zerschmettern, Lycophr. 664.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾱνύσσω: θραύω εἰς τεμάχια, συντρίβω, Λυκόφρ. 664. (Ὡς τὸ θρανόω, ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον ἐν συνθέσει, ὡς συνθρανόω, ἐκ ῥίζης θραύω· οὐδόλως σχετιζόμενον πρὸς τὸ θρανεύω, θρᾶνος).

Greek Monolingual

θρανύσσω (Α) θράνος
συντρίβω, κομματιάζω.