ἀποκυριεύω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ τῇ ὧν λέγεις καὶ φθέγγῃ ἡρωικῇ ἀληθείᾳ ἀρκούμενος, εὐζωήσεις → and satisfied with heroic truth in every word and sound which you utter, you will live happy

Source
(6_2)
 
(big3_6)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποκῡριεύω''': [[κατακυριεύω]], μ. γεν., τὰ δαιμόνια ἀπεκυρίευσαν αὐτῶν Ἰουστῖν. Μ. 181Α.
|lstext='''ἀποκῡριεύω''': [[κατακυριεύω]], μ. γεν., τὰ δαιμόνια ἀπεκυρίευσαν αὐτῶν Ἰουστῖν. Μ. 181Α.
}}
{{DGE
|dgtxt=[[apoderarse]], [[dominar]] ὅπου τὰ δαιμόνια ἀπεκυρίευεν αὐτῶν donde los demonios se habían apoderado de ellos</i> Iust.Phil.<i>Dial</i>.83.4.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκῡριεύω: κατακυριεύω, μ. γεν., τὰ δαιμόνια ἀπεκυρίευσαν αὐτῶν Ἰουστῖν. Μ. 181Α.

Spanish (DGE)

apoderarse, dominar ὅπου τὰ δαιμόνια ἀπεκυρίευεν αὐτῶν donde los demonios se habían apoderado de ellos Iust.Phil.Dial.83.4.