κρανοποιέω: Difference between revisions
From LSJ
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(6_2) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρᾰνοποιέω''': [[κατασκευάζω]] περικεφαλαίας· ἐν Ἀριστ. Βατρ. 1018 ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπου κομπορρημόνως λαλοῦντος περὶ πολέμων, κράνη καὶ λόφους διηγουμένου· -ποιΐα, ἡ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 155· ― ἐκ τοῦ κρανο-[[ποιός]], ὁ, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1255, [[Πολυδ]]. Α΄, 145., Ζ΄, 155. | |lstext='''κρᾰνοποιέω''': [[κατασκευάζω]] περικεφαλαίας· ἐν Ἀριστ. Βατρ. 1018 ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπου κομπορρημόνως λαλοῦντος περὶ πολέμων, κράνη καὶ λόφους διηγουμένου· -ποιΐα, ἡ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 155· ― ἐκ τοῦ κρανο-[[ποιός]], ὁ, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1255, [[Πολυδ]]. Α΄, 145., Ζ΄, 155. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />fabriquer des casques en paroles, <i>càd</i> ne parler que de casques, d’armures.<br />'''Étymologie:''' [[κρανοποιός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:01, 9 August 2017
English (LSJ)
A make helmets: metaph., of one who talks big and warlike, Ar.Ra.1018:—hence κρᾰνο-ποιΐα, ἡ, Poll.7.155.
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰνοποιέω: κατασκευάζω περικεφαλαίας· ἐν Ἀριστ. Βατρ. 1018 ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπου κομπορρημόνως λαλοῦντος περὶ πολέμων, κράνη καὶ λόφους διηγουμένου· -ποιΐα, ἡ. Πολυδ. Ζ΄, 155· ― ἐκ τοῦ κρανο-ποιός, ὁ, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1255, Πολυδ. Α΄, 145., Ζ΄, 155.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
fabriquer des casques en paroles, càd ne parler que de casques, d’armures.
Étymologie: κρανοποιός.