ὀψίπλουτος: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(6_17)
(30)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀψίπλουτος''': -ον, ὁ ἐσχάτως πλουτήσας, Βασίλ.
|lstext='''ὀψίπλουτος''': -ον, ὁ ἐσχάτως πλουτήσας, Βασίλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ὀψίπλουτος]], -ον)<br />αυτός που πλούτησε [[αργά]], καθυστερημένα [[νεόπλουτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>κατ' επέκτ.</b>) (με επιτιμητική σημ.) αυτός που περηφανεύεται για τα πλούτη του, [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀψι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>οψέ</i>) <span style="color: red;">+</span> [[πλούτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 12:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 433] spät reich geworden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψίπλουτος: -ον, ὁ ἐσχάτως πλουτήσας, Βασίλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ὀψίπλουτος, -ον)
αυτός που πλούτησε αργά, καθυστερημένα νεόπλουτος
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) (με επιτιμητική σημ.) αυτός που περηφανεύεται για τα πλούτη του, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + πλούτος].