πνικτός: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(6_11) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πνικτός''': -ή, -όν, πεπνιγμένος, Πράξ. Ἀποστ. ιεϳ, 20 κτλ. ΙΙ. ψητὸς ἢ βραστὸς ἐν κεκλεισμένῳ ἀγγείῳ (πρβλ. [[πνίγω]] ΙΙ), Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 6, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1. 4, κτλ. | |lstext='''πνικτός''': -ή, -όν, πεπνιγμένος, Πράξ. Ἀποστ. ιεϳ, 20 κτλ. ΙΙ. ψητὸς ἢ βραστὸς ἐν κεκλεισμένῳ ἀγγείῳ (πρβλ. [[πνίγω]] ΙΙ), Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 6, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1. 4, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> étranglé;<br /><b>2</b> cuit dans un vase bien clos.<br />'''Étymologie:''' [[πνίγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A strangled, Act.Ap.15.20, al. 2 air-tight, Hero Spir.1.3,16,al. Adv. -τῶς ib.2.21. II baked or stewed (cf. πνίγω 11), Pherecr.175, Stratt.29, Antiph.1.4, etc.
German (Pape)
[Seite 641] erstickt, erwürgt, Sp.; gedämpft, geschmort, wie Fleisch in einem verschlossenen Tiegel, Archestr. bei Ath. VII, 295 e; Antiphan. ib. X, 449 b.
Greek (Liddell-Scott)
πνικτός: -ή, -όν, πεπνιγμένος, Πράξ. Ἀποστ. ιεϳ, 20 κτλ. ΙΙ. ψητὸς ἢ βραστὸς ἐν κεκλεισμένῳ ἀγγείῳ (πρβλ. πνίγω ΙΙ), Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 3, Στράττις ἐν «Μακεδόσιν» 6, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1. 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 étranglé;
2 cuit dans un vase bien clos.
Étymologie: πνίγω.