κάλλιχθυς: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6_22)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάλλιχθυς''': -υος, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, [[ὅστις]] ἐκαλεῖτο καὶ [[ἀνθίας]] καὶ [[καλλιώνυμος]], Δωρίων παρ’ Ἀθην. 282C, «Ἀριστοτέλης δὲ καὶ καρχαρόδοντα [[εἶναι]] τὸν κάλλιχθυν σαρκοφάγον τε καὶ συναγελαζόμενον» [[αὐτόθι]] D, (Ἀριστ. Ἀποσπ. 297), «Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων διαφέρειν φησίν ἀνθίαν καὶ κάλλιχθυν» Ἀθήν. 282Ε. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ τοῦ [[κάλλιχθυς]] ἴδε Ἀρκάδ. σ. 92, 6.
|lstext='''κάλλιχθυς''': -υος, ὁ, [[εἶδος]] ἰχθύος, [[ὅστις]] ἐκαλεῖτο καὶ [[ἀνθίας]] καὶ [[καλλιώνυμος]], Δωρίων παρ’ Ἀθην. 282C, «Ἀριστοτέλης δὲ καὶ καρχαρόδοντα [[εἶναι]] τὸν κάλλιχθυν σαρκοφάγον τε καὶ συναγελαζόμενον» [[αὐτόθι]] D, (Ἀριστ. Ἀποσπ. 297), «Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων διαφέρειν φησίν ἀνθίαν καὶ κάλλιχθυν» Ἀθήν. 282Ε. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ τοῦ [[κάλλιχθυς]] ἴδε Ἀρκάδ. σ. 92, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάλλιχθυς]], -ίχθυος, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ωραίου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἰχθῦς]]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάλλιχθυς Medium diacritics: κάλλιχθυς Low diacritics: κάλλιχθυς Capitals: ΚΑΛΛΙΧΘΥΣ
Transliteration A: kállichthys Transliteration B: kallichthys Transliteration C: kallichthys Beta Code: ka/llixqus

English (LSJ)

υος, ὁ,

   A beauty-fish, = ἀνθίας, Arist.Fr.316, cf. Hedyl. ap.Ath.8.344f, Numen. ap. eund.7.295b; but distd. from it by Dorion ib.282e, cf. Opp.H.3.335.

Greek (Liddell-Scott)

κάλλιχθυς: -υος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, ὅστις ἐκαλεῖτο καὶ ἀνθίας καὶ καλλιώνυμος, Δωρίων παρ’ Ἀθην. 282C, «Ἀριστοτέλης δὲ καὶ καρχαρόδοντα εἶναι τὸν κάλλιχθυν σαρκοφάγον τε καὶ συναγελαζόμενον» αὐτόθι D, (Ἀριστ. Ἀποσπ. 297), «Δωρίων δὲ ἐν τῷ περὶ ἰχθύων διαφέρειν φησίν ἀνθίαν καὶ κάλλιχθυν» Ἀθήν. 282Ε. - Περὶ τοῦ τονισμοῦ τοῦ κάλλιχθυς ἴδε Ἀρκάδ. σ. 92, 6.

Greek Monolingual

κάλλιχθυς, -ίχθυος, ὁ (Α)
είδος ωραίου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + ἰχθῦς].