καταψήφισις: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
(6_8)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταψήφῐσις''': -εως, ἡ, τὸ ψηφίζειν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταδίκη]], Ἀντιφῶν 112. 2· οὕτω καταψήφισμα, τό, Walz Ρήτ. 6. 175· καταψηφισμός, ὁ, [[Πολυδ]]. Η', 149.
|lstext='''καταψήφῐσις''': -εως, ἡ, τὸ ψηφίζειν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταδίκη]], Ἀντιφῶν 112. 2· οὕτω καταψήφισμα, τό, Walz Ρήτ. 6. 175· καταψηφισμός, ὁ, [[Πολυδ]]. Η', 149.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />décret de condamnation.<br />'''Étymologie:''' [[καταψηφίζω]].
}}
}}

Revision as of 20:00, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταψήφῐσις Medium diacritics: καταψήφισις Low diacritics: καταψήφισις Capitals: ΚΑΤΑΨΗΦΙΣΙΣ
Transliteration A: katapsḗphisis Transliteration B: katapsēphisis Transliteration C: katapsifisis Beta Code: katayh/fisis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A voting against, condemnation, Antipho 1.3, D.C.36.38 (pl.):— also καταψηφ-ισμός, ὁ, Poll.8.149.

Greek (Liddell-Scott)

καταψήφῐσις: -εως, ἡ, τὸ ψηφίζειν ἐναντίον τινός, καταδίκη, Ἀντιφῶν 112. 2· οὕτω καταψήφισμα, τό, Walz Ρήτ. 6. 175· καταψηφισμός, ὁ, Πολυδ. Η', 149.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
décret de condamnation.
Étymologie: καταψηφίζω.