θεθμός: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(6_14)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεθμός''': ὁ, (τεθμὸς) Ἐπιγρ. Τεγέας, Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 410.
|lstext='''θεθμός''': ὁ, (τεθμὸς) Ἐπιγρ. Τεγέας, Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 410.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεθμός]], ό (Α)<br />δωρ. τ. του [[θεσμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θεσμός]] με [[αφομοίωση]]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

θεθμός: ὁ, (τεθμὸς) Ἐπιγρ. Τεγέας, Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 410.

Greek Monolingual

θεθμός, ό (Α)
δωρ. τ. του θεσμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός με αφομοίωση].