στενωπή: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(6_9)
 
(Bailly1_4)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενωπή''': ἡ, = [[στενωπός]], «ἡ Σαμιακὴ [[λαύρα]] στενωπὴ ἦν παρὰ Σαμίοις, ἐν ᾗ τὰ πέμματα ἐπιπράσκετο» Παροιμιογρ. τ. Α΄, σελ. 332, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 106, ἀλλ’ [[ἴσως]] [[μεταγραπτέον]] στενωπὸς κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 16, σ. 66.
|lstext='''στενωπή''': ἡ, = [[στενωπός]], «ἡ Σαμιακὴ [[λαύρα]] στενωπὴ ἦν παρὰ Σαμίοις, ἐν ᾗ τὰ πέμματα ἐπιπράσκετο» Παροιμιογρ. τ. Α΄, σελ. 332, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 106, ἀλλ’ [[ἴσως]] [[μεταγραπτέον]] στενωπὸς κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 16, σ. 66.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[στενωπός]] <i>subst.</i>
}}
}}

Revision as of 19:54, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

στενωπή: ἡ, = στενωπός, «ἡ Σαμιακὴ λαύρα στενωπὴ ἦν παρὰ Σαμίοις, ἐν ᾗ τὰ πέμματα ἐπιπράσκετο» Παροιμιογρ. τ. Α΄, σελ. 332, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. σ. 106, ἀλλ’ ἴσως μεταγραπτέον στενωπὸς κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. 16, σ. 66.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. στενωπός subst.