κοιλοσώματος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(6_17)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοιλοσώματος''': -ον, ἔχων κοῖλον [[σῶμα]], [[κύτος]] Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 2.
|lstext='''κοιλοσώματος''': -ον, ἔχων κοῖλον [[σῶμα]], [[κύτος]] Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοιλοσώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει [[κοίλο]], κούφιο [[σώμα]] («[[κύτος]] [[κοιλοσώματον]]», Αντιφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοῖλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σώματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σῶμα]], -<i>τος</i>) <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκο</i>-<i>σώματος</i>, <i>ολιγο</i>-<i>σώματος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλοσώματος Medium diacritics: κοιλοσώματος Low diacritics: κοιλοσώματος Capitals: ΚΟΙΛΟΣΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: koilosṓmatos Transliteration B: koilosōmatos Transliteration C: koilosomatos Beta Code: koilosw/matos

English (LSJ)

ον,

   A hollow-bodied, κύτος Antiph.52.2.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλοσώματος: -ον, ἔχων κοῖλον σῶμα, κύτος Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 2.

Greek Monolingual

κοιλοσώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει κοίλο, κούφιο σώμακύτος κοιλοσώματον», Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -σώματος (< σῶμα, -τος) πρβλ. λευκο-σώματος, ολιγο-σώματος].