ἐπανάτασις: Difference between revisions
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
(6_8) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπανάτᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπανατείνειν, ὁ δ’ [[ὅρκος]] ἦν αὐτοῖς τοῦ σκήπτρου [[ἐπανάτασις]] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12· ἴδε τὴν λ. [[σκῆπτρον]]. ΙΙ. μεταφ., ἀπειλή, Φίλων 1. 282. | |lstext='''ἐπανάτᾰσις''': -εως, ἡ, τὸ ἐπανατείνειν, ὁ δ’ [[ὅρκος]] ἦν αὐτοῖς τοῦ σκήπτρου [[ἐπανάτασις]] Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12· ἴδε τὴν λ. [[σκῆπτρον]]. ΙΙ. μεταφ., ἀπειλή, Φίλων 1. 282. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπανάτᾰσις:''' εως ἡ поднятие (τοῦ σκήπτρου Arst.; τῆς μάστιγος Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:00, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A stretching upwards, holding up, τοῦ σκήπτρου Arist.Pol.1285b12; μάστιγος S.E.M.8.271. II metaph., threatening, Ph.1.282 (pl.), al., POxy.237 viii 10 (ii A.D.), Iamb.Myst. 6.6; brandishing, σιδήρου PHal.1.186 (iii B.C.; misspelt ἐπάντασις).
German (Pape)
[Seite 901] ἡ, das Emporstrecken, -heben, σκήπτρου Arist. Pol. 3, 14; μάστιγος Sext. Emp. adv. log. 2, 271; Drohung, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπανάτᾰσις: -εως, ἡ, τὸ ἐπανατείνειν, ὁ δ’ ὅρκος ἦν αὐτοῖς τοῦ σκήπτρου ἐπανάτασις Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 14, 12· ἴδε τὴν λ. σκῆπτρον. ΙΙ. μεταφ., ἀπειλή, Φίλων 1. 282.
Russian (Dvoretsky)
ἐπανάτᾰσις: εως ἡ поднятие (τοῦ σκήπτρου Arst.; τῆς μάστιγος Sext.).