συγγνωρίζω: Difference between revisions
From LSJ
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(6_2) |
(39) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγγνωρίζω''': [[μετέχω]] τῆς γνώσεως, [[γνωρίζω]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5. | |lstext='''συγγνωρίζω''': [[μετέχω]] τῆς γνώσεως, [[γνωρίζω]] [[ὁμοῦ]], Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α [[γνωρίζω]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[επίσης]] [[γνώστης]]<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) <i>οί συγγνωριζόμενοι</i><br />πρόσωπα που γνωρίζονται [[μεταξύ]] τους. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 29 September 2017
English (LSJ)
A share in knowledge, Arist.EE1244b26:—Pass., οἱ -όμενοι persons acquainted, Polem.Phgn.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
συγγνωρίζω: μετέχω τῆς γνώσεως, γνωρίζω ὁμοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδ. 7. 12, 5.
Greek Monolingual
Α γνωρίζω
1. είμαι επίσης γνώστης
2. (το αρσ. πληθ. μτχ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) οί συγγνωριζόμενοι
πρόσωπα που γνωρίζονται μεταξύ τους.