ἐκσφραγίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(6_5)
(11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκσφρᾱγίζομαι''': ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.
|lstext='''ἐκσφρᾱγίζομαι''': ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκσφραγίζομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> αποκλείομαι, κλείνομαι έξω<br /><b>2.</b> (για [[συμβόλαιο]]) [[είμαι]] σφραγισμένος<br /><b>3.</b> καταγράφομαι και επικυρώνομαι.
}}
}}

Revision as of 07:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκσφρᾱγίζομαι Medium diacritics: ἐκσφραγίζομαι Low diacritics: εκσφραγίζομαι Capitals: ΕΚΣΦΡΑΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: eksphragízomai Transliteration B: eksphragizomai Transliteration C: eksfragizomai Beta Code: e)ksfragi/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be shut out from, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων καθήμεθ' E.HF53.    II to be sealed, of a contract, BCH35.43 (Delos).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκσφρᾱγίζομαι: ἀποκλείομαι, κλείομαι ἔξω, ἐκ γὰρ ἐσφραγισμένοι δόμων μαθήμεθ’ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 53.

Greek Monolingual

ἐκσφραγίζομαι (Α)
1. αποκλείομαι, κλείνομαι έξω
2. (για συμβόλαιο) είμαι σφραγισμένος
3. καταγράφομαι και επικυρώνομαι.