χειροποιέω: Difference between revisions
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
(6_20) |
(6) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χειροποιέω''': ποιῶ διὰ χειρός, [[κατασκευάζω]], δημιουργῶ, [[πλάττω]], ματαίως ἐχειροποίει Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 554Α. - Μέσ., αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται τάδε, «[[ταῦτα]] τῇ χειρὶ ἑαυτῆς διεπράξατο» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 891. | |lstext='''χειροποιέω''': ποιῶ διὰ χειρός, [[κατασκευάζω]], δημιουργῶ, [[πλάττω]], ματαίως ἐχειροποίει Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 554Α. - Μέσ., αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται τάδε, «[[ταῦτα]] τῇ χειρὶ ἑαυτῆς διεπράξατο» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 891. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χειροποιέω:''' φτιάχνω με το [[χέρι]] — Μέσ., χειροποιεῖται [[τάδε]], διαπράττει αυτές τις ενέργειες, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1346] mit den Händen thun, machen; auch med., Soph. Tr. 887; vgl. Jac. zu Ach. Tat. 626.
Greek (Liddell-Scott)
χειροποιέω: ποιῶ διὰ χειρός, κατασκευάζω, δημιουργῶ, πλάττω, ματαίως ἐχειροποίει Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 554Α. - Μέσ., αὐτὴ πρὸς αὑτῆς χειροποιεῖται τάδε, «ταῦτα τῇ χειρὶ ἑαυτῆς διεπράξατο» (Σχόλ.), Σοφ. Τρ. 891.
Greek Monotonic
χειροποιέω: φτιάχνω με το χέρι — Μέσ., χειροποιεῖται τάδε, διαπράττει αυτές τις ενέργειες, σε Σοφ.