διάπηξις: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
(6_8)
(big3_11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''διάπηξις''': -εως, ἡ, [[σύμπηξις]], [[σύνδεσις]], [[συναρμογή]], [[κατασκευή]], Λατ. compages, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 1094.
|lstext='''διάπηξις''': -εως, ἡ, [[σύμπηξις]], [[σύνδεσις]], [[συναρμογή]], [[κατασκευή]], Λατ. compages, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 1094.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br />[[armazón]], [[entramado]] σωματική <i>Corp.Herm</i>.<i>Fr</i>.26.14.
}}
}}

Revision as of 12:24, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάπηξις Medium diacritics: διάπηξις Low diacritics: διάπηξις Capitals: ΔΙΑΠΗΞΙΣ
Transliteration A: diápēxis Transliteration B: diapēxis Transliteration C: diapiksis Beta Code: dia/phcis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A fastening together, structure, δ. σωματική bodily frame, Herm. ap. Stob.1.49.69.

Greek (Liddell-Scott)

διάπηξις: -εως, ἡ, σύμπηξις, σύνδεσις, συναρμογή, κατασκευή, Λατ. compages, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 1094.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
armazón, entramado σωματική Corp.Herm.Fr.26.14.