τριχοειδής: Difference between revisions
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
(6_7) |
(42) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐχοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[τρίχα]], Ἱππ. 230, 54, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2· ἐπὶ τῶν λεπτοτάτων φλεβῶν, Γαλην. 2. 808. | |lstext='''τρῐχοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς [[τρίχα]], Ἱππ. 230, 54, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2· ἐπὶ τῶν λεπτοτάτων φλεβῶν, Γαλην. 2. 808. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />όμοιος με [[τρίχα]] (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῑς σωλῆνες», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τα τριχοειδή</i><br /><b>ανατ.</b> λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν [[σημαντικά]] στοιχεία της κυκλοφορίας του αίματος και της λέμφου, αλλ. τριχοειδή αγγεία<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «τριχοειδές [[νερό]]»<br /><b>γεωλ.</b> εδαφικό [[νερό]] [[πάνω]] από τον υδροφόρο ορίζοντα, το οποίο συγκρατείται, λόγω τριχοειδικών φαινομένων, [[γύρω]] από τα σωματίδια του εδάφους και στα διάκενά τους, με τη [[μορφή]] ενός συνεχούς υμενίου<br />β) «[[τριχοειδής]] [[βρογχίτιδα]]» — <b>βλ.</b> [[βρογχίτιδα]]<br />γ) «[[τριχοειδής]] [[σωλήνας]]»<br /><b>φυσ.</b> [[σωλήνας]] πολύ μικρής διατομής, στον οποίο [[είναι]] [[εμφανής]] η [[ανάπτυξη]] τών τριχοειδικών φαινομένων<br />δ) «τριχοειδή φαινόμενα»<br /><b>φυσ.</b> τα τριχοειδικά φαινόμενα. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τριχοειδῶς</i> Α<br />με τριχοειδή τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]], <i>τριχός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>trichoid</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A like a hair, Hp.Nat.Hom.14, Arist.HA 620b14; of the veins, capillary, Gal.2.808; of nerves, ib.355; ῥωγμή Sor.Fract.2; στιγμαί, on reptiles, Aët.13.23. Adv. -δῶς, πολιοῦσθαι Dsc.4.96.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τρίχα, Ἱππ. 230, 54, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2· ἐπὶ τῶν λεπτοτάτων φλεβῶν, Γαλην. 2. 808.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με τρίχα (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῑς σωλῆνες», Γαλ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. τα τριχοειδή
ανατ. λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν σημαντικά στοιχεία της κυκλοφορίας του αίματος και της λέμφου, αλλ. τριχοειδή αγγεία
2. φρ. α) «τριχοειδές νερό»
γεωλ. εδαφικό νερό πάνω από τον υδροφόρο ορίζοντα, το οποίο συγκρατείται, λόγω τριχοειδικών φαινομένων, γύρω από τα σωματίδια του εδάφους και στα διάκενά τους, με τη μορφή ενός συνεχούς υμενίου
β) «τριχοειδής βρογχίτιδα» — βλ. βρογχίτιδα
γ) «τριχοειδής σωλήνας»
φυσ. σωλήνας πολύ μικρής διατομής, στον οποίο είναι εμφανής η ανάπτυξη τών τριχοειδικών φαινομένων
δ) «τριχοειδή φαινόμενα»
φυσ. τα τριχοειδικά φαινόμενα.
επίρρ...
τριχοειδῶς Α
με τριχοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -ειδής. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. trichoid].