παμπλείων: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
(6_19) |
(30) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παμπλείων''': -ονος, ὁ, ἡ, πολλῷ [[πλείων]], Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 63 (Bonitz πάμπλεως). | |lstext='''παμπλείων''': -ονος, ὁ, ἡ, πολλῷ [[πλείων]], Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 63 (Bonitz πάμπλεως). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[παμπλείων]], -ονος, ὁ, ἡ (Α)<br />[[κατά]] πολύ [[περισσότερος]] ή μεγαλύτερος («[[παμπλείων]] [[ὄγκος]] φωνῆς», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πλείων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ονος, ὁ, ἡ,
A much greater, ὄγκος τῆς φωνῆς Arist.Aud.804a15.
Greek (Liddell-Scott)
παμπλείων: -ονος, ὁ, ἡ, πολλῷ πλείων, Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 63 (Bonitz πάμπλεως).
Greek Monolingual
παμπλείων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)
κατά πολύ περισσότερος ή μεγαλύτερος («παμπλείων ὄγκος φωνῆς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλείων.