μεμηχανημένως: Difference between revisions
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεμηχᾰνημένως''': Ἐπίρρ., ([[μηχανάομαι]]) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809. | |lstext='''μεμηχᾰνημένως''': Ἐπίρρ., ([[μηχανάομαι]]) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:02, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., (μηχανάομαι)
A by stratagem, E.Ion809.
German (Pape)
[Seite 129] listiger Weise, Eur. Ian 809.
Greek (Liddell-Scott)
μεμηχᾰνημένως: Ἐπίρρ., (μηχανάομαι) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec fourberie.
Étymologie: μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.