ἀνεπόπτευτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_18)
(big3_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεπόπτευτος''': -ον, ὁ μὴ γινόμενος [[ἐπόπτης]], ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 58, Η΄, 124.
|lstext='''ἀνεπόπτευτος''': -ον, ὁ μὴ γινόμενος [[ἐπόπτης]], ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. [[Πολυδ]]. Β΄, 58, Η΄, 124.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que no ha sido admitido a la ἐποπτεία]] (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.<i>Fr</i>.174, cf. Poll.8.124.
}}
}}

Revision as of 12:14, 21 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπόπτευτος Medium diacritics: ἀνεπόπτευτος Low diacritics: ανεπόπτευτος Capitals: ΑΝΕΠΟΠΤΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anepópteutos Transliteration B: anepopteutos Transliteration C: anepopteftos Beta Code: a)nepo/pteutos

English (LSJ)

ον,

   A not admitted among the ἐπόπται, Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.

German (Pape)

[Seite 225] der nicht ἐπόπτης geworden, nicht ganz in die Eleusinischen Geheimnisse eingeweiht worden, Hyperid. bei VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπόπτευτος: -ον, ὁ μὴ γινόμενος ἐπόπτης, ὁ μὴ μυηθεὶς τελείως τὰ Ἐλευσίνια μυστήρια, Ὑπερείδ. παρ’ Ἁρπ. ἐν λέξει, πρβλ. Πολυδ. Β΄, 58, Η΄, 124.

Spanish (DGE)

-ον
que no ha sido admitido a la ἐποπτεία (grado supremo de iniciación en los misterios de Eleusis), Hyp.Fr.174, cf. Poll.8.124.