ὁμοιόσκευος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
(6_17) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμοιόσκευος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν σκευὴν ἢ ἐνδυμασίαν, Στράβ. 828. | |lstext='''ὁμοιόσκευος''': -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν σκευὴν ἢ ἐνδυμασίαν, Στράβ. 828. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὁμοιόσκευος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει την [[ίδια]] [[ενδυμασία]] ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>o</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκευος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκευή]] «[[ενδυμασία]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ομό</i>-<i>σκευος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A in like dress or array, Str.17.3.7.
German (Pape)
[Seite 336] von ähnlicher Kleidung, ähnlichem Anzuge, Strab. XVII.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόσκευος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν σκευὴν ἢ ἐνδυμασίαν, Στράβ. 828.
Greek Monolingual
ὁμοιόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια ενδυμασία ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(o)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία»), πρβλ. ομό-σκευος].