εἰλαπιναστής: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(6_19) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἰλᾰπῐναστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μετέχων εἰλαπίνης, [[σύνδειπνος]], «[[ὁμοτράπεζος]], συνευωχητὴς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 577· - ἐπώνυμον τοῦ Διὸς ἐν Κύπρῳ, Ἀθήν. 174Α. | |lstext='''εἰλᾰπῐναστής''': -οῦ, ὁ, ὁ μετέχων εἰλαπίνης, [[σύνδειπνος]], «[[ὁμοτράπεζος]], συνευωχητὴς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 577· - ἐπώνυμον τοῦ Διὸς ἐν Κύπρῳ, Ἀθήν. 174Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />convive d’un festin [[εἰλαπίνη]].<br />'''Étymologie:''' [[εἰλαπίνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A feaster, guest, boon-companion, Il.17.577, Orph.Fr.207. II name of Zeus at Cyprus, Hegesand.30.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλᾰπῐναστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετέχων εἰλαπίνης, σύνδειπνος, «ὁμοτράπεζος, συνευωχητὴς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 577· - ἐπώνυμον τοῦ Διὸς ἐν Κύπρῳ, Ἀθήν. 174Α.