καταλύτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἐχθροῦ παρ' ἀνδρὸς οὐδέν ἐστι χρήσιμον → Inimicus homo nil umquam praestat utile → Von einem Feind kommt niemals etwas Nützliches
(6_22) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταλύτης''': ῠ, ου, ὁ, καταλύων, [[ξένος]], τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), [[καθαιρέτης]], [[καταστροφεύς]], ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., [[ἔνθα]] ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος [[τύπος]]. | |lstext='''καταλύτης''': ῠ, ου, ὁ, καταλύων, [[ξένος]], τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), [[καθαιρέτης]], [[καταστροφεύς]], ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., [[ἔνθα]] ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος [[τύπος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur qui descend dans une hôtellerie <i>ou</i> qui séjourne chez qqn.<br />'''Étymologie:''' [[καταλύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A lodger, stranger, Plb.2.15.6, Plu.Sull.25. II arbitrator, IG5(2).357.15.
German (Pape)
[Seite 1362] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.
Greek (Liddell-Scott)
καταλύτης: ῠ, ου, ὁ, καταλύων, ξένος, τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), καθαιρέτης, καταστροφεύς, ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., ἔνθα ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος τύπος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
voyageur qui descend dans une hôtellerie ou qui séjourne chez qqn.
Étymologie: καταλύω.