κενόφωνος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(6_18)
 
(20)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''κενόφωνος''': -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.
|lstext='''κενόφωνος''': -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.
}}
{{grml
|mltxt=[[κενόφωνος]], -ον (Μ)<br />αυτός που λέγει ανοησίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κεν</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γλυκύ</i>-<i>φωνος</i>, [[μεγαλό]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

κενόφωνος: -ον, ὁ κενὰ φωνάζων, ἀνόητα λέγων, Βυζ.

Greek Monolingual

κενόφωνος, -ον (Μ)
αυτός που λέγει ανοησίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. γλυκύ-φωνος, μεγαλό-φωνος].