κωνωποσφράντης: Difference between revisions

From LSJ

Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau

Menander, Monostichoi, 361
(6_19)
(22)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κωνωποσφράντης''': -ου, ὁ, ὀσφραινόμενος τοὺς κώνωπας, [[παράσιτος]], Ἀλκίφρων 1. 21.
|lstext='''κωνωποσφράντης''': -ου, ὁ, ὀσφραινόμενος τοὺς κώνωπας, [[παράσιτος]], Ἀλκίφρων 1. 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[κωνωποσφράντης]], -ου, ὁ (Α)<br />κωμική [[ονομασία]] αδίστακτου παρασίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κώνωψ]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οσφράντης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>όσφραίνομαι</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>καπν</i>-<i>οσφράντης</i>, <i>υδρ</i>-<i>οσφράντης</i>].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωνωποσφράντης Medium diacritics: κωνωποσφράντης Low diacritics: κωνωποσφράντης Capitals: ΚΩΝΩΠΟΣΦΡΑΝΤΗΣ
Transliteration A: kōnōposphrántēs Transliteration B: kōnōposphrantēs Transliteration C: konoposfrantis Beta Code: kwnwposfra/nths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A Gnat-smeller, name of a parasite, Alciphr.1.21.

Greek (Liddell-Scott)

κωνωποσφράντης: -ου, ὁ, ὀσφραινόμενος τοὺς κώνωπας, παράσιτος, Ἀλκίφρων 1. 21.

Greek Monolingual

κωνωποσφράντης, -ου, ὁ (Α)
κωμική ονομασία αδίστακτου παρασίτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κώνωψ + -οσφράντης (< όσφραίνομαι), πρβλ. καπν-οσφράντης, υδρ-οσφράντης].