καχρυόεις: Difference between revisions

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
(6_8)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καχρυόεις''': εσσα, εν, ὅμοιοι πρὸς τὴν κάχρυν, Νικ. Θηρ. 40.
|lstext='''καχρυόεις''': εσσα, εν, ὅμοιοι πρὸς τὴν κάχρυν, Νικ. Θηρ. 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[καχρυόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />όμοιος με φρυγμένο [[κριθάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάχρυς]] <span style="color: red;">+</span> επίθ. -<i>όεις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστερ</i>-<i>όεις</i>, <i>φλογ</i>-<i>όεις</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καχρῠόεις Medium diacritics: καχρυόεις Low diacritics: καχρυόεις Capitals: ΚΑΧΡΥΟΕΙΣ
Transliteration A: kachryóeis Transliteration B: kachryoeis Transliteration C: kachryoeis Beta Code: kaxruo/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A bearing κάχρυ, ῥίζα, = λιβανωτίς, Nic.Th. 40.

German (Pape)

[Seite 1409] εσσα, εν, = καγχρυόεις, der gerösteten Gerste ähnlich, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καχρυόεις: εσσα, εν, ὅμοιοι πρὸς τὴν κάχρυν, Νικ. Θηρ. 40.

Greek Monolingual

καχρυόεις, -εσσα, -εν (Α)
όμοιος με φρυγμένο κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάχρυς + επίθ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις, φλογ-όεις)].