περιβιάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιβιάζομαι''': ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, [[ἐπειδὴ]] δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm. | |lstext='''περιβιάζομαι''': ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, [[ἐπειδὴ]] δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=déployer une grande force.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], βιάζομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:06, 9 August 2017
English (LSJ)
A use great force, Aesop.103 : c. acc., do violence to, τὴν φύσιν Gal.17(2).177.
Greek (Liddell-Scott)
περιβιάζομαι: ἀποθ., προσπαθῶ μὲ ὅλην μου τὴν δύναμιν νὰ πράξω τι, ἐπειδὴ δὲ καὶ περιβιαζόμενοι οὐκ ἐδύναντο Αἴσωπ. 403, ἔκδ. Halm.
French (Bailly abrégé)
déployer une grande force.
Étymologie: περί, βιάζομαι.