πολύδωρος: Difference between revisions
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύδωρος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, «ἡ πολλὰ δῶρα λαβοῦσα παρὰ τοῦ μνηστευσαμένου ἢ ἡ πολλὰ δῶρα ἐπενεγκαμένη τῷ τοῦ ἀνδρὸς οἴκῳ» (Σχόλ.), [[ἄλοχος]] Πολύδωρος Ἰλ. Ζ. 394· [[ἄλοχος]] [[πολύδωρος]], [[ἐχέφρων]] [[Πηνελόπεια]] Ὀδ. Ω. 294, κτλ. | |lstext='''πολύδωρος''': -ον, ἐπὶ γυναικός, «ἡ πολλὰ δῶρα λαβοῦσα παρὰ τοῦ μνηστευσαμένου ἢ ἡ πολλὰ δῶρα ἐπενεγκαμένη τῷ τοῦ ἀνδρὸς οἴκῳ» (Σχόλ.), [[ἄλοχος]] Πολύδωρος Ἰλ. Ζ. 394· [[ἄλοχος]] [[πολύδωρος]], [[ἐχέφρων]] [[Πηνελόπεια]] Ὀδ. Ω. 294, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a reçu de grands présents <i>ou</i> une riche dot.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[δῶρον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:07, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A richly dowered, ἄλοχος Il.6.394, Od.24.294, etc. II open-handed, Aret.SD1.5.
German (Pape)
[Seite 662] viel beschenkt; ἄλοχος, reich ausgestattet, Il. 6, 394, von der Andromache, u. Od. 24, 294, von der Penelope. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
πολύδωρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, «ἡ πολλὰ δῶρα λαβοῦσα παρὰ τοῦ μνηστευσαμένου ἢ ἡ πολλὰ δῶρα ἐπενεγκαμένη τῷ τοῦ ἀνδρὸς οἴκῳ» (Σχόλ.), ἄλοχος Πολύδωρος Ἰλ. Ζ. 394· ἄλοχος πολύδωρος, ἐχέφρων Πηνελόπεια Ὀδ. Ω. 294, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a reçu de grands présents ou une riche dot.
Étymologie: πολύς, δῶρον.