φάγαινα: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(6_10) |
(44) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάγαινα''': ἡ, «ἡ [[μετὰ]] τὰς νόσους [[πολυφαγία]]» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = [[φαγέδαινα]] 1, «[[φάγαινα]]· [[φαγέδαινα]], [[νόσος]], φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ. | |lstext='''φάγαινα''': ἡ, «ἡ [[μετὰ]] τὰς νόσους [[πολυφαγία]]» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = [[φαγέδαινα]] 1, «[[φάγαινα]]· [[φαγέδαινα]], [[νόσος]], φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[αδηφαγία]]<br /><b>2.</b> [[φαγέδαινα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>φαγ</i>- του αορ. β' του [[ἐσθίω]] «[[τρώγω]]» (<b>βλ. λ.</b> [[φαγεῖν]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αινα</i>, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (<b>πρβλ.</b> <i>γάγγρ</i>-<i>αινα</i>, <i>φλύκτ</i>-<i>αινα</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:59, 29 September 2017
English (LSJ)
[φᾰ], ἡ,
A = ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία, Ammon.Diff. p.136V. II = φαγέδαινα 1.1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1249] ἡ, Freßsucht, Heißhunger, – übh. = φαγέδαινα, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
φάγαινα: ἡ, «ἡ μετὰ τὰς νόσους πολυφαγία» Ἀμμώνιος σ. 142. ΙΙ. = φαγέδαινα 1, «φάγαινα· φαγέδαινα, νόσος, φῦμα ἑλκῶδες νεμόμενον» Ησύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. αδηφαγία
2. φαγέδαινα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ- του αορ. β' του ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. -αινα, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (πρβλ. γάγγρ-αινα, φλύκτ-αινα)].