ἀπευκτός: Difference between revisions

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπευκτός''': -ή, -όν, Λουκ. Ψευδολ. 12, Ἡλιόδ. 7. 25 ([[ἀπεύχομαι]]): ὅν τις εὔχεται νὰ μὴ ἔχῃ, [[ἐπάρατος]], πήματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 638· ἀπ. τὸ δεηθῆναι τούτων Πλάτ. Νόμ. 628C· τὰ ἀπ. ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 353Ε.
|lstext='''ἀπευκτός''': -ή, -όν, Λουκ. Ψευδολ. 12, Ἡλιόδ. 7. 25 ([[ἀπεύχομαι]]): ὅν τις εὔχεται νὰ μὴ ἔχῃ, [[ἐπάρατος]], πήματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 638· ἀπ. τὸ δεηθῆναι τούτων Πλάτ. Νόμ. 628C· τὰ ἀπ. ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 353Ε.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />détestable, odieux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπεύχομαι]].
}}
}}

Revision as of 19:48, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπευκτός Medium diacritics: ἀπευκτός Low diacritics: απευκτός Capitals: ΑΠΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: apeuktós Transliteration B: apeuktos Transliteration C: apefktos Beta Code: a)peukto/s

English (LSJ)

ή, όν, Luc.Pseudol.12, Hld.7.25: (ἀπεύχομαι):—

   A to be deprecated, abominable, πήματα A.Ag.638; ἀ. τὸ δεηθῆναι τούτων Pl.Lg.628c; τὰ ἀ. Id.Ep.353e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπευκτός: -ή, -όν, Λουκ. Ψευδολ. 12, Ἡλιόδ. 7. 25 (ἀπεύχομαι): ὅν τις εὔχεται νὰ μὴ ἔχῃ, ἐπάρατος, πήματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 638· ἀπ. τὸ δεηθῆναι τούτων Πλάτ. Νόμ. 628C· τὰ ἀπ. ὁ αὐτ. Ἐπιστ. 353Ε.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
détestable, odieux.
Étymologie: ἀπεύχομαι.