καταπαιγμός: Difference between revisions
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(6_19) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπαιγμός''': -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, [[μῶμος]] γὰρ ὁ [[μετὰ]] ψόγου [[καταπαιγμός]]. | |lstext='''καταπαιγμός''': -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, [[μῶμος]] γὰρ ὁ [[μετὰ]] ψόγου [[καταπαιγμός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταπαιγμός]], ὁ (Α) [[καταπαίζω]]<br />[[εμπαιγμός]], [[περίγελως]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A mockery, Apollon.Lex. s.v. μωμήσονται.
German (Pape)
[Seite 1367] ὁ, Verspottung, Apoll. I. H. v. μωμήσονται.
Greek (Liddell-Scott)
καταπαιγμός: -οῦ, ὁ, ἐμπαιγμός, περίγελως, Ἀπολλών. ἐν Λεξ. ἐν λ. μωμήσονται, μῶμος γὰρ ὁ μετὰ ψόγου καταπαιγμός.
Greek Monolingual
καταπαιγμός, ὁ (Α) καταπαίζω
εμπαιγμός, περίγελως.