ὄρκυς: Difference between revisions
From LSJ
(6_22) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὄρκῡς''': -ῡνος, ὁ, αἰτ. ὄρκῡν, [[εἶδος]] μεγάλου θύννου, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 5, κλ. πρβλ. [[ὄρκυνος]]. | |lstext='''ὄρκῡς''': -ῡνος, ὁ, αἰτ. ὄρκῡν, [[εἶδος]] μεγάλου θύννου, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 5, κλ. πρβλ. [[ὄρκυνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὄρκῡς:''' υνος ὁ зоол. тунец (Orcynus Thynnus) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ῡνος, ὁ, acc. ὄρκῡν,
A a large kind of tunny, Anaxandr.41.62, Archestr.Fr.34.3, Arist.HA543b5, etc.; cf. ὄρκυνος.
German (Pape)
[Seite 379] υνος, ὁ, = ὄρκυνος; Arist. H. A. 5, 10; Archestr. bei Ath. VII, 301 f.
Greek (Liddell-Scott)
ὄρκῡς: -ῡνος, ὁ, αἰτ. ὄρκῡν, εἶδος μεγάλου θύννου, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 5, κλ. πρβλ. ὄρκυνος.
Russian (Dvoretsky)
ὄρκῡς: υνος ὁ зоол. тунец (Orcynus Thynnus) Arst.