δαμογέρων: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δᾱμογέρων''': δᾱμόσιος, δᾶμος, δαμότης, δαμόομαι, Δωρ. ἀντὶ δημ-.
|lstext='''δᾱμογέρων''': δᾱμόσιος, δᾶμος, δαμότης, δαμόομαι, Δωρ. ἀντὶ δημ-.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[δημογέρων]].
}}
}}

Revision as of 19:51, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾱμογέρων Medium diacritics: δαμογέρων Low diacritics: δαμογέρων Capitals: ΔΑΜΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: damogérōn Transliteration B: damogerōn Transliteration C: damogeron Beta Code: damoge/rwn

English (LSJ)

δαμόθεν, δαμόομαι, δᾱμόσιος, δᾶμος, δαμότης, Dor. for δημ-.

Greek (Liddell-Scott)

δᾱμογέρων: δᾱμόσιος, δᾶμος, δαμότης, δαμόομαι, Δωρ. ἀντὶ δημ-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. δημογέρων.