δημογέρων
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
οντος, ὁ, elder of the people, Il.11.372: in plural, nobles, chiefs, 3.149, E. Andr.300 (lyr.), Plot.6.4.15; of the Jewish elders, δ. τοῦ ἔθνους Ph.2.94; δ. θεός, = Lat. deus minorum gentium, dub. l. in AP9.334 (Pers.).
Spanish (DGE)
-οντος, ὁ
anciano miembro de la asamblea de Ilo Il.11.372, cf. Q.S.13.181
•plu. ancianos del pueblo, jefes, nobles de Troya Il.3.149, E.Andr.300, Arist.EN 1109b9, Charito 5.5.9, Triph.243, AP 2.248 (Christod.), gener., Ps.Phoc.209, Plot.6.4.15, Eust.727.9, entre los judíos δημογέροντες τοῦ ἔθνους jefes de la tribu Ph.2.94, cf. Nonn.Par.Eu.Io.7.44.
German (Pape)
[Seite 563] οντος, ὁ, der Volksälteste, der Fürst; beide Begriffe sind nicht strenge geschieden, wie auch z. B. Odyss. 8, 390 die zwölf Volksältesten der Phäaken βασιλῆες heißen, und umgekehrt Iliad. 2, 404 Nestor, Idomeneus, die beiden Ajax, Diomedes, Odysseus, Menelaos γέροντες ἀριστῆες Παναχαιῶν; vgl. s. v. v. γέρων und βασιλεύς. Bei Homer δημογέρων zweimal: Iliad, 3, 149 heißen οἱ ἀμφὶ Πρίαμον καὶ Πάνθοον ἠδὲ Θυμοίτην Λάμπον τε Κλυτίον θ' Ἱκετάονά τ' ὄζον Ἄρηος, Οὐκαλέγων τε καὶ Ἀντήνωρ Troische δημογέροντες und Τρώων ἡγήτορες, γήραϊ δὴ πολέμοιο πεπαυμένοι, ἀλλ' ἀγορηταὶ ἐσθλοί; man beachte, wie hier Priamos als Erster unter Gleichen mit zu den δημογέροντες gerechnet wird; dem entsprechend Iliad. 11, 372 ἐπὶ τύμβῳ Ἴλου Δαρδανίδαο, παλαιοῦ δημογέροντος. – Eur. Andr. 300, in dor. Form δαμογ.; Arist. Eth. Nic. 2, 9.
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
au plur. les anciens du peuple, càd les chefs ; au sg. le chef.
Étymologie: δῆμος, γέρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημογέρων -οντος, ὁ Dor. δᾱμογέρων [δῆμος, γέρων] lid van raad van oudsten, meestal plur.: raad van oudsten.
Russian (Dvoretsky)
δημογέρων: дор. δᾱμογέρων, οντος ὁ старейший в народе, старейшина Hom., Eur.
English (Autenrieth)
elder of the people; of Trojan worthies, Il. 3.149 and Il. 11.372.
Greek Monolingual
και δημογέροντας, ο (AM δημογέρων, Α και δαμογέρων)
ο γεροντότερος στον δήμο, αυτός που απολαύει τον μεγαλύτερο σεβασμό μετά τον ηγεμόνα, ο πρόκριτος
νεοελλ.
εκλεγμένος άρχοντας της ελληνικής κοινότητας, με διοικητική και αστυνομική εξουσία
αρχ.
στον πληθ. οί δημογέροντες
ηλικιωμένοι ευγενείς, άρχοντες.
Greek Monotonic
δημογέρων: -οντος, ὁ, πρεσβύτερος σε ηλικία, ηγεμόνας, αρχηγός, σε Ομήρ. Ιλ.· δημογ. θεός = Λατ. deus minorum gentium, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
δημογέρων: -οντος, ὁ, γέρων ἐκ τοῦ λαοῦ, ἀρχηγός, Ἰλ. Λ.372· κατὰ πληθ., οἱ εὐγενεῖς, οἱ ἄρχοντες, πρβλ. Λατ. senators, Ἀγγλο-Σαξ. ealdormen,’Ιλ. Γ.149,Εὐρ. Ἀνδρ. 300 (ἐν χορικῷ), πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν.2. 9, 6· δημογ. θεός= Λατ. deuw minorum gentium, Ἀνθ. Π. 9. 331.
Middle Liddell
an elder of the people, chief, Il.: δημογ. θεός, = Lat. deus minorum gentium, Anth.