ἀρρύπαντος: Difference between revisions
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
(6_18) |
(big3_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρρύπαντος''': -ον, ὁ μὴ ῥυπανθείς, μὴ μολυνθείς, ἄσπιλος, [[καθαρός]], Εὐστ. 598. 43. ― Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334. ― μνημονεύεται [[προσέτι]] ἀρρύπωτος, ον, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 613. | |lstext='''ἀρρύπαντος''': -ον, ὁ μὴ ῥυπανθείς, μὴ μολυνθείς, ἄσπιλος, [[καθαρός]], Εὐστ. 598. 43. ― Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334. ― μνημονεύεται [[προσέτι]] ἀρρύπωτος, ον, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 613. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀρύ- Sch.A.<i>Pers</i>.611<br />[[que no está sucio]], [[limpio]] τὰ γὰρ λευκὰ καὶ καθαρὰ καὶ φωτεινὰ καὶ ἀρύπαντα Sch.A.l.c., τὰ δὲ ἀνωτάτω καθαρώτατα εἰσι καὶ ἀρρύπαντα Eust.598.43<br /><b class="num">•</b>en lit. crist., fig. de pers. [[puro]], [[no mancillado]] de la Virgen, Nil.M.79.189C, de Cristo ὁ ἀ. καὶ καθαρός Phys.B 295.15. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:17, 21 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A unsoiled, Eust.598.43. Adv. -τως, gloss on καθαρῶς, Tz.ad Hes.Op.337.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρρύπαντος: -ον, ὁ μὴ ῥυπανθείς, μὴ μολυνθείς, ἄσπιλος, καθαρός, Εὐστ. 598. 43. ― Ἐπίρρ. -τως Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334. ― μνημονεύεται προσέτι ἀρρύπωτος, ον, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 613.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀρύ- Sch.A.Pers.611
que no está sucio, limpio τὰ γὰρ λευκὰ καὶ καθαρὰ καὶ φωτεινὰ καὶ ἀρύπαντα Sch.A.l.c., τὰ δὲ ἀνωτάτω καθαρώτατα εἰσι καὶ ἀρρύπαντα Eust.598.43
•en lit. crist., fig. de pers. puro, no mancillado de la Virgen, Nil.M.79.189C, de Cristo ὁ ἀ. καὶ καθαρός Phys.B 295.15.