νυμφαγενής: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυμφᾱγενής''': -ές, ὁ ἐκ νύμφης γεννηθείς, Τελέστης, 1, 6.
|lstext='''νυμφᾱγενής''': -ές, ὁ ἐκ νύμφης γεννηθείς, Τελέστης, 1, 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυμφαγενής]] και νυμφηγε<br />νής και [[νυμφογενής]] -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη<br /><b>2.</b> (για τον Πάνα) αυτός που ανατράφηκε από Νύμφη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Νύμφη</i> <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>γενής</i>. Οι τ. [[νυμφαγενής]] και <i>νυμφηγενής</i> με -<i>ᾱ</i>- και -<i>η</i>-, για μετρικούς λόγους].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφᾱγενής Medium diacritics: νυμφαγενής Low diacritics: νυμφαγενής Capitals: ΝΥΜΦΑΓΕΝΗΣ
Transliteration A: nymphagenḗs Transliteration B: nymphagenēs Transliteration C: nymfagenis Beta Code: numfagenh/s

English (LSJ)

ές,

   A nymph-born, Telest.1.5 ; of Pan, as reared by Nymphs, Euph. 109.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφᾱγενής: -ές, ὁ ἐκ νύμφης γεννηθείς, Τελέστης, 1, 6.

Greek Monolingual

νυμφαγενής και νυμφηγε
νής και νυμφογενής -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από Νύμφη
2. (για τον Πάνα) αυτός που ανατράφηκε από Νύμφη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Νύμφη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -γενής (< γένος), πρβλ. θεο-γενής. Οι τ. νυμφαγενής και νυμφηγενής με -- και -η-, για μετρικούς λόγους].